Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο λεύκωμα «1996 – Έτος Δημήτρη Μητρόπουλου. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του» του Δήμου Αθηναίων – Πνευματικό κέντρο
Ν.Κ.: Φέτος (σημ. γραφούσης το 1996) γιορτάζουμε παγκοσμίως τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα αρχιμουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου. Διηγηθείτε μας πώς ακούσατε για πρώτη φορά και πότε γνωρίσατε τη μοναδική αυτή προσωπικότητα.
Ο.Δ.: Το ότι είδα στο πόντιουμ τον Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής μου. Το 1934 ήμουν φοιτητής στο Ωδείο του Λένινγκραντ στην τάξη της διεύθυνσης ορχήστρας. Μας επισκέφτηκε λοιπόν τότε ο καλύτερος βιολονίστας στον κόσμο, ο Γιάσα Χάιφετς. Ο Χάιφετς είχε τελειώσει το Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, στην τάξη του Λέοπολντ Άουερ, και αμέσως μετά την Επανάσταση έφυγε για το εξωτερικό. Επέστρεψε για πρώτη φορά στο Λένινγκραντ το 1934. Γνωριστήκαμε σε συνάντηση που είχε με τους φοιτητές και όταν έμαθε ότι ήμουν Έλληνας, με ρώτησε αν ήξερα τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Του απάντησα ότι τον είχα ακουστά κι εκείνος μου δήλωσε ότι ο Μητρόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αρχιμουσικούς στον κόσμο. Και τον Απρίλιο του 1934 ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήρθε στο Λένινγκραντ για συναυλίες!
Ν.Κ.: Ποια ορχήστρα διηύθυνε;
Ο.Δ.: Μα φυσικά την Ορχήστρα της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ, μια υπέροχη ορχήστρα. Την περίοδο εκείνη είχε αντικατασταθεί ο αρχιμουσικός της Αλεξάντερ Γκάουκ από τον Γερμανό Φριτς Στίντρυ. Για μένα η Φιλαρμονική ήταν ιερό μέρος. Κάθε μέρα στις 10 το πρωί πήγαινα στις δοκιμές, όταν ήξερα ότι θα διηύθυνε ένας καλός αρχιμουσικός. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Μητρόπουλου. Στις 10 το πρωί πήγα στη δοκιμή με τον θείο μου Τζον Παπαδόπουλο που πριν συνταξιοδοτηθεί ήταν βιολονίστας στην Ορχήστρα του Θεάτρου Μαρίινσκι. Ο Μητρόπουλος άρχισε τη δοκιμή με το έργο Φαντασία και Φούγκα σε σολ ελάσσονα για εκκλησιαστικό όργανο και ορχήστρα του Μπαχ σε μεταγραφή δική του. Το παρουσιαστικό του ήταν επιβλητικό. Δεν είχε πολλά μαλλιά και το μέτωπό του θύμιζε αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Το βλέμμα του ήταν οξύ, οι κινήσεις του ακριβείς και διηύθυνε χωρίς μπαγκέτα. Από τα πρώτα μέτρα της Φαντασίας έχασα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μόλις τελείωσε το έργο η ορχήστρα σηκώθηκε και άρχισε να τον χειροκροτεί όχι μόνο ως μεγάλο μαέστρο, αλλά και ως συνθέτη. Είχε κυριολεκτικά μεταμορφώσει τη σύνθεση του Μπαχ και πολύ λυπάμαι που δεν σκέφτηκα τότε να ζητήσω την παρτιτούρα για να την μελετήσω. Αργότερα, όσο κι αν την αναζήτησα, στάθηκε αδύνατο να τη βρω. Στην Αθήνα δυστυχώς δεν υπάρχει!
Ν.Κ.: Πολλοί μουσικολόγοι αμφισβητούν τον Μητρόπουλο ως συνθέτη. Ποια είναι η γνώμη σας;
Ο.Δ.: Ήταν μεγάλος συνθέτης. Από αυτό και μόνο το έργο μπορεί να κριθεί.
Ν.Κ.: Είχατε όμως την ευκαιρία να ακούσετε τον Μητρόπουλο να παίζει πιάνο και να διευθύνει ταυτόχρονα. Ποιες οι εντυπώσεις σας;
Ο.Δ.: Μετά τη Φαντασία και Φούγκα σε σολ ελάσσονα ο Μητρόπουλος διηύθυνε και έπαιξε ο ίδιος στο πιάνο το Κοντσέρτο αρ. 3 για πιάνο και ορχήστρα του Προκόφιεφ. Τοποθέτησε με τέτοιο τρόπο το πιάνο, ώστε να έχει στο οπτικό του πεδίο ολόκληρη την ορχήστρα, και ερμήνευσε χωρίς παρτιτούρα. Ο ίδιος ο Προκόφιεφ μου έλεγε αργότερα ότι θεωρούσε τον Μητρόπουλο τον καλύτερο ερμηνευτή του Τρίτου κοντσέρτου του – κι ας μην ξεχνάμε πως και ο Προκόφιεφ ήταν εξαιρετικός πιανίστας!…
Ν.Κ.: Οι δοκιμές στα έργα «κλασικών» συνθετών ήταν το ίδιο ενδιαφέρουσες;
Ο.Δ.: Η δοκιμή τελείωσε με τη Συμφωνία αρ. 2 του Σούμαν. Θεωρούσα πάντοτε τον Σούμαν μεγάλο συνθέτη, ιδιαίτερα στα έργα του για πιάνο και στα τραγούδια του, αλλά οι συμφωνίες του δεν με εντυπωσίαζαν τόσο. Ο Μητρόπουλος με έκανε να αγαπήσω τον Σούμαν ως συνθέτη συμφωνιών. Η μελέτη και η ανάλυση της Δεύτερης συμφωνίας ήταν τόσο μοναδική, ώστε ένιωθα να συντελείται ένα θαύμα μπροστά στα μάτια μου. Και η ορχήστρα όμως έπαιζε με τεράστια ευχαρίστηση. Βέβαια επέτρεψε στον εαυτό του κάποιες μικρές παρεμβάσεις. Ο Σούμαν δεν γνώριζε τόσο καλά την ορχήστρα, όσο το πιάνο και τη φωνή. Κάτι σα να έλειπε από τις παρτιτούρες του… Ο Μητρόπουλος είχε βρει αυτό που έλειπε και χωρίς να αλλάξει ούτε μία νότα μεταμόρφωσε το έργο. Αυτό φυσικά οτ εκτίμησε το δύσκολο κοινό της Φιλαρμονικής, το οποίο όρθιο χειροκροτούσε για πολύ ώρα τον Έλληνα αρχιμουσικό, σε όλες τις συναυλίες που διηύθυνε, πράγμα που σπάνια συνέβαινε.
Ν.Κ.: Δηλαδή θεωρείτε ότι ο Έλληνας δημιουργός ήταν ταυτόχρονα μεγάλος μαέστρος, πιανίστας και συνθέτης;
Ο.Δ.: Ναι, φυσικά! Δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω κάποια από αυτές τις ιδιότητες!
Ν.Κ.: Πως έγινε η προσωπική σας γνωριμία;
Ο.Δ.: Μετά το τέλος της δοκιμής, μαζί με τον θείο μου τον πλησιάσαμε και τον χαιρετίσαμε στα ελληνικά. Έμεινε έκπληκτος, λέγοντάς μας ότι ποτέ δεν περίμενε να ακούσει στο Λένινγκραντ τη μητρική του γλώσσα. Φυσικά ενδιαφέρθηκε να μάθει για μας, ιδίως όταν άκουσε ότι σπουδάζω στη τμήμα διεύθυνσης ορχήστρας και κανονίσαμε να συναντηθούμε για να συζητήσουμε. Αυτό ήταν. Κάθε μέρα πήγαινα στις δοκιμές του. Μετά τρώγαμε μαζί και συζητούσαμε για τη μουσική και την τέχνη γενικότερα. Του ζήτησα μάλιστα τη γνώμη του για τις συνθέσεις μου και μου έδειξε συμπάθεια και αγάπη.
Ν.Κ.: Για την Ελλάδα μιλούσατε;
Ο.Δ.: Μιλούσαμε πολύ. Όταν όμως άκουσε ότι μετά το Ωδείο θα ήθελα να εγκατασταθώ στην Ελλάδα, αφού είχα ελληνικό διαβατήριο, ήταν κατηγορηματικός. «Σε καμιά περίπτωση», μου είπε, «δεν θα βρίσκεις δουλειά, αλλά και να βρεις δεν θα πληρώνεσαι καθόλου καλά. Είμαι αρχιμουσικός σε ορχήστρα στην Αθήνα, αλλά τα χρήματα δεν μου φτάνουν ούτε για το ενοίκιο του σπιτιού που μένω με τη μητέρα μου. Μόνο οι συναυλίες που δίνω στο εξωτερικό μού αφήνουν χρήματα. Στην Ελλάδα μένω επειδή είναι η πατρίδα μου. Σε συμβουλεύω να μείνεις εδώ. Είναι μεγάλη ευτυχία να εργάζεσαι σ΄ αυτή τη χώρα». Φυσικά ο Μητρόπουλος δεν μπορούσε να γνωρίζει τι επρόκειτο να συμβεί και ότι το 1937 θα άλλαζαν πολλά.
Ν.Κ.: Ποια έργα περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα των συναυλιών με την Ορχήστρα της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ;
Ο.Δ.: Στην πρώτη συναυλία ο Μητρόπουλος διηύθυνε τα έργα που προανέφερα, αλλά το εκπληκτικότερο ήταν ότι στη δεύτερη συναυλία το πρόγραμμα περιλάμβανε μόνο ρωσική μουσική: τη Συμφωνία αρ. 2 του Μποροντίν, το Ισπανικό Καπρίτσιο του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, τη Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό του Μούσορσκι. Σολίστ ήταν η διάσημη Πολωνή υψίφωνος Εύα Μπαντρόφσκα-Τούρσκα, η οποία τραγούδησε άριες από τις όπερες Ο χρυσός πετεινός και Η κόρη του χιονιού του Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Ο Μητρόπουλος διηύθυνε τα πάντα απ’ έξω. Το κοινό για μία ακόμη φορά τον αποθέωσε και παρόλο που το συμβόλαιο ήταν για δύο συναυλίες, του πρότειναν και μία τρίτη. Αυτή τη φορά στο πρόγραμμα περιλαμβάνονταν συνθέτες του εικοστού αιώνα. Επανέλαβε τη Φαντασία και Φούγκα σε σολ ελάσσονα του Μπαχ σε μεταγραφή δική του, διηύθυνε τον Πετρούσκα του Στραβίνσκι, την Κλασσική Συμφωνία του Προκόφιεφ και τελείωσε με ένα καινούργιο έργο του Σοστακόβιτς, το οποίο μέχρι τότε είχε παιχτεί πολύ λίγο, τη Σουίτα από το μπαλέτο Χρυσός Αιώνας. Η τρίτη συναυλία ήταν μοναδική. Το κοινό αποθέωσε τον αρχιμουσικό και τον συνθέτου του Χρυσού Αιώνα, καλώντας τους αναρίθμητες φορές στη σκηνή.
Ν.Κ.: Ποιες ήταν οι σχέσεις του μεγάλου σοβιετικού συνθέτη του Χρυσού Αιώνα με τον Έλληνα αρχιμουσικό;
Ο.Δ.: Θυμάμαι ορισμένες χαρακτηριστικές συζητήσεις που είχε ο Μητρόπουλος με τον Σοστακόβιτς – άλλωστε εγώ ήμουν ο διερμηνέας. Κάποια στιγμή ο Μητρόπουλος ενδιαφέρθηκε να μάθει γιατί η παρτιτούρα της Σουίτας -έργο που του άρεσε πολύ- ήταν χειρόγραφη. Και ο Σοστακόβιτς απάντησε: «Πριν από λίγο καιρό ένας σοβιετικός αρχιμουσικός διηύθυνε την Σουίτα, αλλά ήταν τόσο άσχημα που πίστεψα ότι έγραψα κακή μουσική. Έτσι δεν έδωσα την παρτιτούρα να εκδοθεί!» Ο Μητρόπουλος τότε, γελώντας, επιβεβαίωσε ότι η μουσική ήταν υπέροχη και ότι θα την ερμήνευε όσο πιο συχνά μπορούσε.
Ο Μητρόπουλος είχε μεγάλη φιλία και με τον Προκόφιεφ, θέλησε λοιπόν να πληροφορηθεί από τον Σοστακόβιτς ποιες ήταν οι μεταξύ τους σχέσεις. Ο Σοστακόβιτς του είπε: «Αρκετά καλές». Ο Μητρόπουλος συνέχισε επίμονα: «Σας αρέσει η μουσική του Προκόφιεφ;». Και τότε ο μεγάλος σοβιετικός συνθέτης απάντησε: «Μου αρέσει, αλλά η δική μου δεν του αρέσει, το ξέρω!».
Ν.Κ.: Ποιες εντυπώσεις αποκομίσατε από τον άνθρωπο Μητρόπουλο;
Ο.Δ.: Όλες τις ημέρες της παραμονής του Μητρόπουλου στο Λένινγκραντ τις περάσαμε μαζί. Πήγαμε στο Θέατρο Μαρίινσκι, σε άλλα θέατρα, στα παλάτια του Πιτερχόφ με τα ξακουστά συντριβάνια, όπου μας ξενάγησε ο διευθυντής της Φιλαρμονικής, και ο Μητρόπουλος τα σύγκρινε με τις Βερσαλλίες. Ιδιαίτερα του άρεσε το Ρωσικό Μουσείο, όπου θαύμασε τους πίνακες του Ρέπιν, του Αϊβαζόφσκι, του Σούρικοφ και φυσικά του ελληνικής καταγωγής Ρώσου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Κουίτζι, το έργο του οποίου Νύχτα στο Δνείπερο θαύμασε για πολλή ώρα.
Τότε στο Λένινγκραντ κυκλοφορούσα με μακριά, μπλε πουκαμίσα με κλειστό γιακά και καυκασιανή ζώνη με ασημένια διακόσμηση, πάντοτε περιποιημένος. Στις συναυλίες φόρεσα το μοναδικό κοστούμι που είχα. Στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε και σπουδαία επιλογή κουστουμιών και η ποιότητά τους ήταν μέτρια. Ο Μητρόπουλος λοιπόν μου σύστησε να μην ξαναφορέσω το συγκεκριμένο κοστούμι, διότι δεν μου πήγαινε. «Τα κοστούμια ενός μαέστρου πρέπει να είναι πολύ καλής ποιότητας», συμπλήρωσε. Θέλησε να μου κάνει δώρο ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια, αλλά μου ήταν μικρά. Εγώ με την σειρά μου του δώρισα τη ζώνη μου, λέγοντάς του ότι χρειαζόταν κάποια μικρή επιδιόρθωση. Την πήρε με μεγάλη ευχαρίστηση και είπε ότι θα την επιδιόρθωνε στο Παρίσι.
Ο Μητρόπουλος έφυγε με το τρένο και τα τελευταία του λόγια ήταν: «Παιδί μου να είσαι καλά, σου εύχομαι μεγάλες επιτυχίες!». Δυστυχώς στο μέλλον μπορούσα να θαυμάζω τον μεγαλοφυή αρχιμουσικό μόνο από τους δίσκους του. Ποτέ άλλοτε δεν ξανασυναντηθήκαμε.
Η Νίνα Καλούτσα είναι Ειδικός Φωνής και πραγματοποιεί τα εκπαιδευτικά σεμινάρια “ΦΩΝΗ & ΕΠΙΤΥΧΙΑ” στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη www.ninakaloutsa.com